- ήσκιωμα
- το [ησκιώνω]1. (κυρίως για δέντρα και φυτά) η σκιά2. ο τόπος που σκιάζεται («κάθεται στο ήσκιωμα»)3. μτφ. συμβάν, κατάσταση, διάθεση που θορυβεί, ανησυχεί, θλίβει την ψυχή4. συνεκδ. ψυχική ανησυχία, θλίψη, μελαγχολία5. η πνευματική ή ψυχική συσκότιση την οποία, κατά τη λαϊκή δοξασία, προκαλεί κάποιο φάντασμα ή δυσμενές αόρατο πνεύμα6. στον πληθ. τα ησκιώματατα είδωλα τών ονείρων.
Dictionary of Greek. 2013.